δόσει

δόσει
δόσις
giving
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
δόσεϊ , δόσις
giving
fem dat sg (epic)
δόσις
giving
fem dat sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • даниѥ — ДАНИ|Ѥ (44), ˫А 1.Вручение, выплата, отдавание: и сщ҃еньными мл҃твами запе(ча)тлѣньнаго ѡбрѹчени˫а, даниѥмъ залога раздрѣшити. (δόσει) КР 1284, 245б; николи же таковомѹ ѡбрѹчению. даниѥмъ даровъ раз(д)рѣшитисѩ. (ταῖς... δόσεσιν) Там же, 247а;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σιθών — Μυθικός βασιλιάς της Θράκης, γιος του Ποσειδώνα ή του Άρη και της Όσσας, σύζυγος της νύμφης Μενδηΐδας και πατέρας της Παλλήνης. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν βασιλιάς των Οδομάντων στη Μακεδονία και υποσχόταν να δόσει την κόρη του ως σύζυγο σε… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”